περιάνθιο

περιάνθιο
Το σύνολο των περιβλημάτων του άνθους, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα κάλυκα και μια στεφάνη. Περιλαμβάνει όλα τα μη αναπαραγωγικά μέρη του άνθους, που προσφύονται πάνω στην ανθοδόχη, σε θέσεις λιγότερο κεντρικές από τους στήμονες και τον ύπερο. Συνήθως αποτελείται από ένα εξωτερικό σπονδύλωμα ή κάλυκα, με μέρη (σέπαλα) πράσινα, όπως τα φύλλα και ένα εσωτερικό ή στεφάνη με μέρη (πέταλα) μεγαλύτερα και ποικιλόχρωμα. Στα μονοκοτυλήδονα όμως, σέπαλα και πέταλα μοιάζουν πολύ και ονομάζονται τέπαλα. Στους ροδίδες ο κάλυκας εξωτερικά περιβάλλεται από δεύτερο σπονδύλωμα, το λεγόμενο επικαλύκιο. Τα απέταλα δεν έχουν στεφάνη, οι νάρκισσοι έχουν διπλή και τα τριαντάφυλλα πολλαπλή. Τέλος το π. είναι δυνατό να λείπει ολόκληρο.
* * *
το
βοτ. το σύνολο τών πετάλων και τών σέπαλων ενός άνθους, ο ρόλος τών οποίων είναι να προστατεύουν τα αναπτυσσόμενα αναπαραγωγικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perianth < περι-* + άνθος. Η λ., στον λόγιο τ. περιάνθιον, μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιάνθιο — το ο κάλυκας και η στεφάνη του άνθους μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… …   Dictionary of Greek

  • παριεταρία — (parietaria). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών. Αριθμεί περισσότερα από 10 είδη, που ζουν σε εύκρατες περιοχές. Πρόκειται για πόες μονοετείς ή πολυετείς, τριχωτές, με φύλλα επαλλάσσοντα, έμμισχα και με παράφυλλα. Τα άνθη τους… …   Dictionary of Greek

  • Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • ετεροχλαμύδειος — ο βοτ. το άνθος τού οποίου το περιάνθιο σχηματίζεται από δύο είδη φύλλων, δηλ. τα σέπαλα και τα πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochlamydeus < hetero (πρβλ. ετερο *) + chlamydeus (πρβλ. χλαμύδειος < χλαμύς, ύδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”